- μαραντίδες
- (marantaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των ζιγγιβερωδών, συγγενή προς τις οικογένειες των ζιγγιβεριδών και των καννιδών. Περιλαμβάνει ποώδη και μερικά αναρριχώμενα, ριζωματώδη φυτά, αυτοφυή κυρίως στις τροπικές περιοχές. Τα φύλλα είναι απλά και έμμισχα με διογκωμένη βάση κατ’ εναλλαγή, λογχοειδή, επιμήκη ή ωοειδή· τα άνθη είναι ασύμμετρα και σχηματίζουν ταξιανθία φόβη ή στάχυ, ενώ ο καρπός είναι συνήθως κάψα.
Τυπικό γένος της οικογένειας είναι τo Maranta, με χαρακτηριστικό αντιπρόσωπο το είδος Maranta arundinacea, το οποίο καλλιεργείται στις τροπικές χώρες για τα πλούσια σε άμυλο κονδυλώδη ριζώματά του Από αυτά εξάγεται ένα θρεπτικό και εύπεπτο άμυλο γνωστό στο εμπόριο με το όνομα αραρούτι, το οποίο χρησιμοποιείται για διατροφή ασθενών και βρεφών. Οι διάφορες ποικιλίες της Maranta leuconeura που έχουν εισαχθεί τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα καλλιεργούνται ως διακοσμητικά φυτά εσωτερικών χώρων.
Η μαράντα η λευκόνευρη φυτρώνει στα τροπικά δάση της Αμερικής και καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό εσωτερικών χώρων.
Dictionary of Greek. 2013.